«Τέλεια! Σήμερα στο μάθημα της μουσικής ήταν τέλεια! Γιατί από αύριο αρχίζουμε πρόβες για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Θα κάνουμε πρόβες με τη χορωδία, θα χάνουμε μαθήματα! Έχουμε μια κάπως μικρή χορωδία στο σχολείο, καμιά τριανταριά άτομα και έχει πλάκα. Το ρεπερτόριο θα ‘ναι το συνηθισμένο: Ελεύθεροι Πολιορκημένοι και δωσ᾽του… Από τώρα ονειρεύομαι τις ώρες μαθημάτων που θα χαθούν στις πρόβες. Και η καλλιτεχνικού, η Βαφιώτη, μας λέει ότι θέλει μια ομάδα να σχεδιάσει κάτι σκηνικά και κάτι Κολοκοτρώνηδες και κάτι σημαίες και δάφνες. Μέσα! Υπολογίζω κι άλλες χαμένες ώρες μαθημάτων…»
Το δυστύχημα είναι ότι το παραπάνω απόσπασμα δεν είναι το μοναδικό από την ιστορική και πολιτική χυδαιότητα που εμφανίζουν εδώ και χρόνια οι θεσμικοί και μη, του Υπουργείου της πρώην Εθνικής Παιδείας, οι οποίοι εκθειάζουν το φασίστα δάσκαλο του Χίτλερ, Μουσταφά Κεμάλ (!) προσφέροντας γνώση από συνταγές μαγειρικής, οδηγίες χρήσης καφετιέρας και κλιματιστικού (!), ενώ υβρίζουν τον Κολοκοτρώνη, την Επανάσταση, τον εθνικό μας ύμνο, τους απελευθερωτές μας.
– Ζήτω η 25η Μαρτίου! και είπε «και του χρόνου» κι όλοι σηκώσαμε τα χέρια μπροστά και είπαμε και ζήτω κι η κυρία Ουρανία φώναξε πάλι προσοχή! και σταθήκαμε όλοι προσοχή και τραγουδήσαμε τον εθνικό ύμνο και γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα; και φύγαμε να πάμε σπίτι μας να φάμε σκορδαλιά για το καλό της ημέρας, να κοιμηθούμε, να ξυπνήσουμε, να βάλουμε τα καλά μας και να πάμε να πούμε χρόνια πολλά του Βαγγελάκη που είχε την εθνική εορτή του».
Είναι επίσης προκλητικό το πως εμφανίστηκε η σημαντική ομιλία του Κολοκοτρώνη, αυτή προς τους νέους, που εκφωνήθηκε στην Πνύκα και καταγράφεται στο βιβλίο της Γλώσσας της Στ´ Δημοτικού (β´ τεύχος, σ. 105). Η λέξη λογοκρισία ενδεχομένως να μην προσεγγίζει στην ολότητά της την παρακάτω παραπομπή ωστόσο την αναφέρουμε για τη συζήτηση.
Λέει ο Κολοκοτρώνης : «Οἱ παλαιοί Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τήν διχόνοιαν καί ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καί ἔτσι ἔλαβαν καιρό πρῶτα οἱ Ρωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καί τούς ὑπόταξαν.Ύστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι. Οἱ ἔμποροι καί οἱ προκομμένοι…».
Μετά τήν λέξη «Μουσουλμάνοι», ο ήρωας είπε καί κάποια άλλα λόγια: «Καί ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν διά νά ἀλλάξῃ ὁ λαός την πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλ᾽ ἐστάθη ἀδύνατο νά το κατορθώσουν. Τόν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τόν σταυρό του ἔκαμνε».
Το μέρος βεβαίως αυτό για τους ευνόητους λόγους δεν αναφέρεται στο σχολικό βιβλίο……
Στο βιβλίο «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Γ´ Γυμνασίου ( σ. 46-48) ολοκληρώνεται (; ) η ύβρις εναντίον του Κολοκοτρώνη, αφού προστέθηκε ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη, το οποίο όμως γράφει ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη, κατηγορώντας τον άδολο και ανιδιοτελή Γέρο του Μωριά για πλουτισμό(!): «Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἀρχηγοί μας ἔγιναν “Ἐκλαμπρότατοι”… ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ ἄλλοι συγγενεῖς καί φίλοι, πλούσιοι ἀπό γές (χωράφια), ἀργαστήρια, μύλους… Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ σύντροφοί του ἦρθαν ἀπό τή Ζάκυνθο, δέν εἶχαν οὔτε πιθαμή γῆς…». Ο Μακρυγιάννης σε δεκάδες άλλα σημεία γράφει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Κολοκοτρώνη στην Επανάσταση, προβάλλοντας τη μοναδική προσωπικότητά του, αλλά αυτό έπρεπε να αναφερθεί!
Ο Κολοκοτρώνης, ο απελευθερωτής μας, ο πιστός, ο έχων τον Θεό πάντα πρώτη αναφορά, ο Έλληνας που έχασε το παιδί του αλλά συγχώρεσε τους δολοφόνους του, που φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, που έχασε δεκάδες συγγενείς στον Αγώνα, που αντιστάθηκε στην εθνική και κοινωνική αδικία, είναι για τους σημερινούς αρνητές, εθνοφοβικούς, συκοφάντες, καριερίστες, ψευτοκαθηγητές και ψευτοδιανοούμενους, «κάτι Κολοκοτρώνηδες»….
Την απάντηση σε όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα που δεν τα αναφέρουμε τη δίνει ο ίδιος Κολοκοτρώνης, με τον μοναδικό τρόπο που αυτός γνωρίζει («Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα», τόμ. Γ´, ἔκδ. «Γ. Βαλέτα», σ. 224):
«Εἰς τὴν Τριπολιτσάν», γράφει ο Τερτσέτης, ο ἀπομνημονευματογράφος του Γέρου του Μοριά, «εἶχον γράψει σάτιρα ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν ἐτοιχοκόλλησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἦταν Κυριακὴ καὶ ἐσυνάχθη κόσμος καὶ ἐδιάβαζε. Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ λειτουργηθεῖ, καὶ ὅταν εἶδε τὸν κόσμο συμμαζωμένο, ἔστειλε τὸν γραμματικό του, νὰ ἰδεῖ τί τρέχει. Ὁ γραμματικὸς ἐπέστρεψε καὶ ἐμούδιαζε νὰ τοῦ εἰπεῖ. Ἔμαθε, τέλος πάντων, τί εἶναι. Τότε ἐπῆγε τὴν ἐξεκόλλησε καὶ τὴν ἐπῆρε στὸ χέρι καὶ ὅταν ἀπόλυσεν ἡ ἐκκλησία, τὴν ἔδωσε τοῦ παπᾶ καὶ τὸν ὑποχρέωσε νὰ τὴν διαβάσει μεγαλοφώνως εἰς τὸν λαό.
Ἔπειτα εἶπε: “κρίνετε, ἂν μὲ βρίζουν δίκαια”.
Καὶ τινές, λέγουν, ἐπρόσθεσε: “Ὁ κάλπικος παρὰς μένει στὸ νοικοκύρη του».