Μάρω Βαμβουνάκη

Τρεῖς Ἀμερικανοὶ στρατιῶτες, ἕνας ἔγχρωμος καὶ δύο λευκοί, στὴ Μάχη τοῦ  Ἴβο Τζίμα φωτογραφίζονται τυχαῖα νὰ τοποθετοῦν σὲ λόφο τοῦ κατακτημένου ἰαπωνικοῦ νησιοῦ τὴν ἀμερικανικὴ σημαία, μιὰ συνηθισμένη μέρα καθημερινή. Μιὰ πράξη ρουτίνας, ὅπως τοὺς διέταξε ὁ ἀξιωματικός. Ἡ στιγμιαία φωτογραφία ποὺ τράβηξε κάποιος καλὸς φωτογράφος βγῆκε ἐντυπωσιακή, εἶχε ἀτμόσφαιρα, ἄρεσε. Ἕνας δημοσιογράφος τὴν ἔστειλε στὴν ἐφημερίδα του, κι ἔτσι ἐντυπωσιακὴ ὅπως ἦταν, ἔκανε τὸ γύρο τῆς Ἀμερικῆς, μετὰ τῆς Εὐρώπης, τοῦ κόσμου ὄλου. Οἱ λεζάντες ποὺ γράφτηκαν ὡς ἐπεξήγηση ἦταν ἀληθοφανεῖς ἀλλὰ ἀνακριβέστατες. Μιλοῦν πὼς ἡ φωτογραφία τραβήχτηκε τὴν ὥρα τῆς κατάληψης τοῦ νησιοῦ καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἥρωες πολεμιστὲς καταφέρνουν, μέσα στὴν κόλαση τῆς μάχης, νὰ βυθίσουν τὸ κοντάρι τῆς ἀστερόεσσας στὸ λόφο. Ἕνας ἱερὸς ἄθλος! Οἱ ἀναγνῶστες παγκοσμίως ἐντυπωσιάστηκαν. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀμερικανικῆς κυβέρνησης θὰ βάλουν στὸ κεφάλι τους ἰδέες. Θὰ ἀκολουθήσει μιὰ ἐκτεταμένη ἐπιχείρηση θριάμβου. Ἀπὸ τὴν πατρίδα, κυβέρνηση, ἐπιτελεῖα, ὑπουργεῖα ὑπηρεσίες, ἑταιρεῖες δημοσίων σχέσεων καὶ κάθε ἄλλου εἴδους ἑταιρεῖες μὲ συμφέροντα θὰ ἀναζητηθοῦν οἱ γενναῖοι ἄντρες στὴ φωτογραφία τῆς σημαίας καὶ θὰ διοργανωθοῦν περιοδεῖες ἀνὰ τὴν ἀχανῆ πατρίδα, προκειμένου νὰ τοὺς δοξάζουν, νὰ τοὺς τιμοῦν, νὰ τοὺς ἐπευφημοῦν οἱ πολίτες καὶ νὰ ἐξιδανικεύεται αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἐξιδανικευθεῖ· σὲ βαθμὸ ὑστερίας. Παράλληλα θὰ ἐκδοθοῦν ὁμόλογα ποὺ θὰ πωλοῦνται στὶς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ ἔξοδα τοῦ πολέμου. Ὡστόσο τὸ θέμα δὲν εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς. Εἶναι τὸ γεγονὸς πῶς βίωσαν, μέρα τὴ μέρα, τοῦτοι οἱ τρεῖς «ἀχυρένιοι ἥρωες» τὴν εὔνοια τῆς τύχης τους, νὰ γίνουν, χωρὶς στὴν πραγματικότητα νὰ ἔχουν πράξει τίποτα ἡρωικό, οἱ στὰρ τῆς Ἀμερικῆς καὶ ἀκόμη πιὸ πέρα: οἱ ἥρωες πρὸς μίμηση ποὺ τὰ πλήθη χειροκροτοῦν καὶ ὑστερικὰ θαυμάζουν.

Ὑπάρχει στὸν ἔξοχο Ψαλμὸ ΞΘ΄ τοῦ Δαβὶδ μιὰ φράση ποὺ πάντα ὅταν τὸν ἄκουγα ἢ διάβαζα μὲ ἔβαζε νὰ ἀναρωτιέμαι. Προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τί ἐννοεῖ: Ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι, οἱ λέγοντές μοι, εὖγε, εὖγε.

Σύντομα οἱ τρεῖς πεζοναῦτες, μέσα στὶς γιορτές, στὰ κραυγαλέα πανηγύρια, στοὺς ὑπερήφανους πομπώδεις λόγους, στὰ πλήθη ποὺ μαζεύονται νὰ τοὺς ἐπευφημήσουν στὰ τεράστια στάδια, ἀρχίζουν κάποια στιγμὴ νὰ δυσφοροῦν. Ἡ δυσφορία αὐτὴ ἐντείνεται, ἁπλώνει μαῦρες ρίζες μέσα τους σὰν περίεργο μικρόβιο, γίνεται ἀρρώστια, μαρασμός. Ἔπειτα ἀπὸ κάθε μεγαλειώδη ἐμφάνιση, σέρνονται κουρέλια ἔξω ἀπ’ τὴ γιορτή. Μετὰ τὰ ἀστραφτερὰ χαμόγελα, τὶς θερμότατες χειραψίες, τὰ συγχαρητήρια, τὶς συνεντεύξεις καὶ τὰ κηρύγματα, λαχταροῦν νὰ ἀποδράσουν, νὰ ἀποξεχάσουν ὅ,τι ζοῦν, νὰ ἁρπαχτοῦν ἀπὸ ἄλλες ἔντονες καταστάσεις, ἱκανὲς νὰ λειτουργήσουν ὡς ἀντίδοτο στὴν ἔνταση ποὺ πάει νὰ τοὺς τσακίσει·  γιὰ νὰ λησμονήσουν τὸ ψεῦδος ποὺ προσυπέγραψαν, τὸ ζήτω ποὺ δὲν τοὺς ἀνήκει. Ἡ συνείδησή τους ὑποφέρει ὅλο καὶ πιὸ τυραννικά. Ἐδῶ ἕνας ντοστογιεφκικὸς ἀναβρασμὸς ξεβράζει ἀπὸ ὑποσυνείδητα ὑπόγεια τὴν ἄρνηση τοῦ ἄδικου «εὖγε» καὶ περιτυλίγει τὴν  ἀνάσα σὰν βρόχος. Ὁ συναισθηματικός τους κόσμος ἀλλοιώνεται. Ἀποδομεῖται ἡ ζωή, ἡ προσωπικότητά τους, αἰσθάνονται ὅλο καὶ φριχτότερα. Ἡ τύχη τους ἀποδεικνύεται μιὰ δαιμονικὴ ἀτυχία. Ὁ παράδεισος τῆς κίβδηλης δόξας ἀποδεικνύεται κόλαση. Τὶς νύχτες, σὲ ἐφιάλτες ἐμφανίζονται τὰ πρόσωπα συντρόφων τους ποὺ ἔχουν σκοτωθεῖ σ’ ἐκείνη τὴ μάχη, ποὺ τὰ ὀνόματά τους τώρα κανεὶς δὲν ἀναφέρει, ἐνῶ οἱ μάνες τῶν ἀδικημένων νεκρῶν πενθοῦν μόνες καὶ ἄγνωστες στὶς κουζίνες τους. Οἱ ἀληθινοὶ ἥρωες ἀγνοοῦνται καὶ αὐτὸ τοὺς μολύνει τὸν αὐτοσεβασμό. Ἔχουν ἀνάγκη νὰ πιοῦν, νὰ ἐξαφανιστοῦν, νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ντροπή. Ὁ ἕνας ἀπ’ τοὺς τρεῖς, ὁ ἔγχρωμος γιγαντόσωμος Ἰνδιάνος, ἀκόμη πιὸ συναισθηματικὸς καὶ φιλότιμος, καταλήγει ἀλκοολικὸς καὶ μιὰ παγωμένη νύχτα θὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο, πεσμένος σὲ ἕνα πεζοδρόμιο.

Ὁ ὀφθαλμὸς ὁ ἄυπνος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ ὅλα τὰ παρατηρεῖ, κατοικεῖ μέσα μας. Εἶναι τόσο λεπτὸς ποὺ δὲν ἐξανίσταται μονάχα ὅταν μᾶς ἀδικοῦν, ἀλλὰ καὶ ὅταν κερδίζουμε ἄδικα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὅσο ἁπλοϊκὴ τὴν περιγράφουν οἱ ἐμπορικὲς ταινίες, ἡ τηλεόραση καὶ τὰ ἀφελῆ μας ὄνειρα γιὰ ἐπιτυχίες. Καὶ εὐτυχῶς· ἀλλιῶς ἡ ζωὴ θὰ ἦταν ἀνιαρὴ σὰν παιδαριῶδες κόμικ. Δὲ διψᾶ, ὅπως μᾶς ἔμαθαν, γιὰ τὴν ἐπιτυχία ἀλλὰ γιὰ τὸ ἀληθινό. 

Γιατὶ τὸ ἀληθινὸ εἶναι ἡ πηγή της, τὸ πρῶτο της κύτταρο, ἂν λέγεται ἔτσι.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χορὸς μεταμφιεσμένων», ἐκδ. Ψυχογιός, Ἀθήνα 2009.

πηγή: Aντίφωνο